λιθώδη

λιθώδη
λιθώδης
like stone
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
λιθώδης
like stone
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
λιθώδης
like stone
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αχλαδιά — Α. ονομάζονται όλες οι ποικιλίες με εδώδιμους καρπούς που προήλθαν από φυσική ή τεχνητή διασταύρωση μεταξύ ποικιλιών κυρίως της άγριας α. (απιδέαπύρρος ο κοινός), φυλλοβόλου, αυτοφυούς δενδρυλλίου της Ευρώπης, της Μικράς Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • μετεωρίτες — Θραύσματα στερεού υλικού, αστρικής προέλευσης, που περνούν από την πλησιόχωρο περιοχή της Γης ή πέφτουν πάνω στην επιφάνειά της. Η υψηλή θερμοκρασία (μέχρι 25000 C) που αναπτύσσεται, αποτέλεσμα της μεγάλης ταχύτητας με την οποία διασχίζουν την… …   Dictionary of Greek

  • LECTIS honestiores olim Romae efferebantur (In) — In LECTIS honestiores olim Romae efferebantur Propert. l. 4. Eleg. 7. v. 30. Iussisses lectum lentius ire tuum. Torum vocat Mart. 1. 8. Epigr. 44. v. 14. cuius Epigraphe ad Titullum, qui farciebatur papyro, scirpo et aliâ omni materiâ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PEIRA — Graece Πέτρα, veteri Graeciae, idem quod rupes. Theocritus, πέτρας ἀπόκομμ῾ ἀτεράμνω. At graeciae mediae idiotismus pro quolibet lapide usurpavit, etiam pro caementitio et οἰκοδομικῷ. Hinc Paulus Silentiarius ambonem Sanctae Sophiae ἕδος πετραῖον …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • σκληρέγχυμα — (Βιολ.). Στερεωτικός ιστός των αναπτυγμένων φυτικών μορίων, που αντιστοιχεί περίπου με το σκελετό των ζώων. Αποτελείται από νεκρά κύτταρα με παχύτατα τριχώματα και περισσότερο αποξυλωμένα ή από κύτταρα ισοδιαμετρικά, αλλά πάντοτε προσεγχυματικής… …   Dictionary of Greek

  • σκληρεγχυματικός — ή, ό, Ν [σκληρέγ χυμα] 1. βοτ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκληρέγχυμα 2. φρ. α) «σκληρεγχυματικά κύτταρα» βοτ. τα συστατικά στοιχεία τού σκληρεγχύματος, τα οποία αποτελούν το κύριο στηρικτικό σύστημα τού φυτού και είναι δύο τύπων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”